- πλαστογονίδιο
- το, Νβιολ. κυτταροπλασματικός παράγοντας ο οποίος ελέγχεται από τον πυρήνα ή αλληλεπιδρά με αυτόν.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plastogene < plasto- (< πλαστός) + -gene (πρβλ. γένος), το οποίο στην ελλ. αποδίδεται με τον τ. γονίδιο < γόνος)].
Dictionary of Greek. 2013.